Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inscrìtto (επίθ.) insellàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
inscrìvere (ρ. μτβ.) insellatùra (θηλ.ουσ)
inscrizióne (θηλ.ουσ) inselvatichìre (ρ.αμτβ.)
inscrutàbile (επίθ.) inselvatichìre (ρ. μτβ.)
inscrutabilità (θηλ.ουσ) inselvatichirsi (ρ.μ. (αντων.))
inscurìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) inseminàre (ρ. μτβ.)
inscusàbile (επίθ.) inseminazióne (θηλ.ουσ)
insecchìre (ρ.αμτβ.) insenatùra (θηλ.ουσ)
insecchìre (ρ. μτβ.) insensatézza (θηλ.ουσ)
insediaménto (ουσ αρσ ) insensàto (ουσ αρσ )
insediàre (ρ. μτβ.) insensàto (επίθ.)
insediarsi (ρ.μ. (αντων.)) insensìbile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inségna (θηλ.ουσ) insensibilità (θηλ.ουσ)
insegnàbile (επίθ.) insensibilménte (επίρ.)
insegnaménto (ουσ αρσ ) inseparàbile (αρσ. επίθ και ουσ)
insegnànte (ουσ αρσ και θηλ.) inseparabilità (θηλ.ουσ)
insegnànte (επίθ.) insepólto (επίθ.)
insegnàre (ρ. μτβ.) insequestràbile (επίθ.)
inseguiménto (ουσ αρσ ) insequestrabilità (θηλ.ουσ)
inseguìre (ρ. μτβ.) inserìbile (επίθ.)
inseguitóre (ουσ αρσ ) inseriménto (ουσ αρσ )
inseguitóre (επίθ.) inserìre (ρ. μτβ.)
insellaggio (ουσ αρσ ) inserirsi (ρ.μ. (αντων.))
insellaménto (ουσ αρσ ) inseritóre (αρσ. επίθ και ουσ)
insellàre (ρ. μτβ.) insèrto (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: