Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irritànte (επίθ.) irruvidìrsi (ρ. μ. αμτβ.)
irritàre (ρ. μτβ.) irruzióne (θηλ.ουσ)
irritarsi (ρ.μ. (αντων.)) irsùto (επίθ.)
irritatìvo (επίθ.) ìrto (επίθ.)
irritàto (επίθ.) isabèlla (ουσ αρσ )
irritazióne (θηλ.ουσ) isabèlla (επίθ.)
ìrrito (επίθ.) Isàcco (κύρ.όν. αρσ.)
irrituàle (επίθ.) isagòge (θηλ.ουσ)
irriverènte (επίθ.) isagògico (επίθ.)
irriverènza (θηλ.ουσ) Isaìa (κύρ.όν. αρσ.)
irrobustìre (ρ. μτβ.) isallòbara (θηλ.ουσ)
irrobustirsi (ρ.μ. (αντων.)) isallotèrma (θηλ.ουσ)
irrogàre (ρ. μτβ.) iscariòta (ουσ αρσ και θηλ.)
irrogazióne (θηλ.ουσ) ischeletrìre (ρ.αμτβ.)
irrompènte (επίθ.) ischeletrìre (ρ. μτβ.)
irrómpere (ρ.αμτβ.) ischeletrirsi (ρ.μ. (αντων.))
irroràre (ρ. μτβ.) ischemìa (θηλ.ουσ)
irroratóre (αρσ. επίθ και ουσ) ischèmico (αρσ. επίθ και ουσ)
irroratrìce (θηλ.ουσ) ischialgìa (θηλ.ουσ)
irrorazióne (θηλ.ουσ) ischiàtico (επίθ.)
irruènte (επίθ.) ìschio (ουσ αρσ )
irruènza (θηλ.ουσ) iscrìtto (ουσ αρσ )
irrugginìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) iscrìtto (επίθ.)
irrugginirsi (ρ.μ. (αντων.)) iscrìvere (ρ. μτβ.)
irruvidìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) iscrìversi (ρ. μ. αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: