Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annaffiatóio (ουσ αρσ ) annessióne (θηλ.ουσ)
annaffiatóre (επίθ.) annèsso, annésso (ουσ αρσ )
annaffiatrìce (θηλ.ουσ) annèsso, annésso (επίθ.)
annaffiatùra (θηλ.ουσ) annèttere, annéttere (ρ. μτβ.)
annàli (ουσ αρσ ) annichilàre (ρ. μτβ.)
annalìsta (ουσ αρσ και θηλ.) annichilazióne (θηλ.ουσ)
annalìstica (θηλ.ουσ) annichiliménto (ουσ αρσ )
annasàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) annichilìre (ρ. μτβ.)
annaspàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) annichilìto (επίθ.)
annàta (θηλ.ουσ) annidàre (ρ. μτβ.)
annebbiaménto (ουσ αρσ ) annidàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
annebbiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) annientaménto (ουσ αρσ )
annebbiàrsi (ρ. μ. αμτβ.) annientàre (ρ. μτβ.)
annebbiàto (επίθ.) annientarsi (ρ.μ. (αντων.))
annegaménto (ουσ αρσ ) anniversàrio (αρσ. επίθ και ουσ)
annegàre (ρ. μτβ.) ànno (ουσ αρσ )
annegàrsi (ρ. μ. αμτβ.) annobilìre (ρ. μτβ.)
annegàto (αρσ. επίθ και ουσ) annodaménto (ουσ αρσ )
annegazione (θηλ.ουσ) annodàre (ρ. μτβ.)
anneghittìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) annodarsi (ρ.μ. (αντων.))
anneràre (ρ. μτβ. και αμετβ.) annodatùra (θηλ.ουσ)
anneriménto (ουσ αρσ ) annoiàre (ρ. μτβ.)
annerìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) annoiàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
annerìrsi (ρ. μ. αμτβ.) annoiàto (επίθ.)
annerìto (επίθ.) annoiatóre (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: