Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ànno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈanno]

ο χρόνος, το έτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anniversario annobilire  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


anno [αρσ.] bisestile = το δίσεκτο έτος || avere vent'anni = είμαι είκωση χρονών || buon anno! [αρσ.] = καλή χρονιά || ho trent'anni = είμαι τριάντα χρονών || l'anno [αρσ.] prossimo = τού χρόνου || l'anno [αρσ.] scorso = πέρυσι || quanti anni hai? = πόσων χρονών είσαι; || quanti anni mi dai? = πόσο με κάνεις; || quest'anno = φέτος || sono tre anni a oggi = σαν ημέρα, πριν τρεία χρόνια || tre anni fa = πριν από τρεία χρόνια || vietato ai minori di 18 anni = απαγορεύεται στους κάτω των 18 ετών


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annientamento (ουσ αρσ )
annientare (ρ. μτβ.)
annientarsi (ρ.μ. (αντων.))
anniversario (αρσ. επίθ και ουσ)
anno (ουσ αρσ )
annobilire (ρ. μτβ.)
annodamento (ουσ αρσ )
annodare (ρ. μτβ.)
annodarsi (ρ.μ. (αντων.))
annodatura (θηλ.ουσ)
annoiare (ρ. μτβ.)
annoiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annoiato (επίθ.)
annoiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
annona (θηλ.ουσ)
annonario (επίθ.)
annoso (επίθ.)
annotare (ρ. μτβ.)
annotatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---