ItalianoGreco


ànno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈanno]

ο χρόνος, το έτος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


anno [αρσ.] bisestile = το δίσεκτο έτος || avere vent'anni = είμαι είκωση χρονών || buon anno! [αρσ.] = καλή χρονιά || ho trent'anni = είμαι τριάντα χρονών || l'anno [αρσ.] prossimo = τού χρόνου || l'anno [αρσ.] scorso = πέρυσι || quanti anni hai? = πόσων χρονών είσαι; || quanti anni mi dai? = πόσο με κάνεις; || quest'anno = φέτος || sono tre anni a oggi = σαν ημέρα, πριν τρεία χρόνια || tre anni fa = πριν από τρεία χρόνια || vietato ai minori di 18 anni = απαγορεύεται στους κάτω των 18 ετών



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---