Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


annodàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [annoˈdare]

1 κομποδένω
2 δένω
3 δένω κόμπους
4 δένω με κόμπο
5 ματίζω

annodarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [annoˈdarsi]

δένομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annodamento annodatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annientarsi (ρ.μ. (αντων.))
anniversario (αρσ. επίθ και ουσ)
anno (ουσ αρσ )
annobilire (ρ. μτβ.)
annodamento (ουσ αρσ )
annodare (ρ. μτβ.)
annodarsi (ρ.μ. (αντων.))
annodatura (θηλ.ουσ)
annoiare (ρ. μτβ.)
annoiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annoiato (επίθ.)
annoiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
annona (θηλ.ουσ)
annonario (επίθ.)
annoso (επίθ.)
annotare (ρ. μτβ.)
annotatore (ουσ αρσ )
annotazione (θηλ.ουσ)
annottare (ρ.αμτβ.)
annoverare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---