Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόannodaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [annodaˈmento] 1 δεσμός ένωσης 2 κόμπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |