Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


annóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [anˈnoso], [anˈnozo]

1 ηλικιωμένος
2 πολυκαιρισμένος
3 πολυετής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annonario annotare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annoiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annoiato (επίθ.)
annoiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
annona (θηλ.ουσ)
annonario (επίθ.)
annoso (επίθ.)
annotare (ρ. μτβ.)
annotatore (ουσ αρσ )
annotazione (θηλ.ουσ)
annottare (ρ.αμτβ.)
annoverare (ρ. μτβ.)
annuale (ουσ αρσ )
annuale (επίθ.)
annualità (θηλ.ουσ)
annualmente (επίρ.)
annuario (ουσ αρσ )
annuire (ρ.αμτβ.)
annullabile (επίθ.)
annullamento (ουσ αρσ )
annullare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---