Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόannóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [anˈnoso], [anˈnozo] 1 ηλικιωμένος 2 πολυκαιρισμένος 3 πολυετής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |