Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


annotazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [annotatˈtsjone]

1 διάταξη καταμέτρησης πωλήσεων
2 καταχώρηση
3 λογιστικό φύλλο
4 λογαριασμός
5 καταγραφή σε κατάστιχο
6 υπόμνημα
7 σχολιασμός
8 σχόλιο
9 εγγραφή
10 σημείωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annotatore annottare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annona (θηλ.ουσ)
annonario (επίθ.)
annoso (επίθ.)
annotare (ρ. μτβ.)
annotatore (ουσ αρσ )
annotazione (θηλ.ουσ)
annottare (ρ.αμτβ.)
annoverare (ρ. μτβ.)
annuale (ουσ αρσ )
annuale (επίθ.)
annualità (θηλ.ουσ)
annualmente (επίρ.)
annuario (ουσ αρσ )
annuire (ρ.αμτβ.)
annullabile (επίθ.)
annullamento (ουσ αρσ )
annullare (ρ. μτβ.)
annullarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annullo (ουσ αρσ )
annunciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---