Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


annuàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [annuˈarjo]

1 επετηρίδα
2 ετήσιος δακτύλιος δέντρου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annualmente annuire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annoverare (ρ. μτβ.)
annuale (ουσ αρσ )
annuale (επίθ.)
annualità (θηλ.ουσ)
annualmente (επίρ.)
annuario (ουσ αρσ )
annuire (ρ.αμτβ.)
annullabile (επίθ.)
annullamento (ουσ αρσ )
annullare (ρ. μτβ.)
annullarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annullo (ουσ αρσ )
annunciare (ρ. μτβ.)
Annunciata (κύρ.όν. θηλ.)
annunciatore (ουσ αρσ )
annunciatore (επίθ.)
annunciazione (θηλ.ουσ)
annuncio (ουσ αρσ )
annunziare (ρ. μτβ.)
annunziata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---