Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


annunciatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [annunʧaˈtore]

1 αγγελιοφόρος
2 εκφωνητής ειδήσεων

annunciatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [annunʧaˈtore]

αγγέλλων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Annunciata annunciazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annullare (ρ. μτβ.)
annullarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annullo (ουσ αρσ )
annunciare (ρ. μτβ.)
Annunciata (κύρ.όν. θηλ.)
annunciatore (ουσ αρσ )
annunciatore (επίθ.)
annunciazione (θηλ.ουσ)
annuncio (ουσ αρσ )
annunziare (ρ. μτβ.)
annunziata (θηλ.ουσ)
annunzio (ουσ αρσ )
annuo (επίθ.)
annusare (ρ. μτβ.)
annusata (θηλ.ουσ)
annuvolamento (ουσ αρσ )
annuvolare (ρ. μτβ.)
annuvolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annuvolato (επίθ.)
ano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---