Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈano]

1 δακτύλιος
2 έδρα
3 σφιγκτήρας μυς
4 πρωκτός
5 κώλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annuvolato anodico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annusata (θηλ.ουσ)
annuvolamento (ουσ αρσ )
annuvolare (ρ. μτβ.)
annuvolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annuvolato (επίθ.)
ano (ουσ αρσ )
anodico (επίθ.)
anodino (επίθ.)
anodizzare (ρ. μτβ.)
anodizzatore (ουσ αρσ )
anodizzazione (θηλ.ουσ)
anodo (ουσ αρσ )
anofele (ουσ αρσ )
anomalia (θηλ.ουσ)
anomalo (επίθ.)
anomia (θηλ.ουσ)
anona (θηλ.ουσ)
anonima (θηλ.ουσ)
anonimato (ουσ αρσ )
anonimia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---