Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈano] 1 δακτύλιος 2 έδρα 3 σφιγκτήρας μυς 4 πρωκτός 5 κώλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |