Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anòfele  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈnɔfele]

ανωφελής (κώνωπας)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anodo anomalia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anodino (επίθ.)
anodizzare (ρ. μτβ.)
anodizzatore (ουσ αρσ )
anodizzazione (θηλ.ουσ)
anodo (ουσ αρσ )
anofele (ουσ αρσ )
anomalia (θηλ.ουσ)
anomalo (επίθ.)
anomia (θηλ.ουσ)
anona (θηλ.ουσ)
anonima (θηλ.ουσ)
anonimato (ουσ αρσ )
anonimia (θηλ.ουσ)
anonimo (ουσ αρσ )
anonimo (επίθ.)
anoressia (θηλ.ουσ)
anormale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
anormalità (θηλ.ουσ)
anossia (θηλ.ουσ)
anossiemia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---