Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanormalità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [anormaliˈta] 1 έλλειψη φυσικότητας 2 δυσμορφία 3 αντικανονικότητα 4 ανωμαλία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |