Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anormalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [anormaliˈta]

1 έλλειψη φυσικότητας
2 δυσμορφία
3 αντικανονικότητα
4 ανωμαλία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anormale anossia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anonimia (θηλ.ουσ)
anonimo (ουσ αρσ )
anonimo (επίθ.)
anoressia (θηλ.ουσ)
anormale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
anormalità (θηλ.ουσ)
anossia (θηλ.ουσ)
anossiemia (θηλ.ουσ)
ansa (θηλ.ουσ)
ansare (ρ.αμτβ.)
ansia (θηλ.ουσ)
ansietà (θηλ.ουσ)
ansimare (ρ.αμτβ.)
ansiolitico (αρσ. επίθ και ουσ)
ansioso (αρσ. επίθ και ουσ)
anta (θηλ.ουσ)
antagonismo (ουσ αρσ )
antagonista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antagonistico (επίθ.)
antalgico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---