Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ansàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [anˈsare]

1 ασθμαίνω
2 ξεφυσώ
3 μου κόβεται ή αναπνοή
4 λαχανιάζω
5 αναπνέω δύσκολα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ansa ansia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anormale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
anormalità (θηλ.ουσ)
anossia (θηλ.ουσ)
anossiemia (θηλ.ουσ)
ansa (θηλ.ουσ)
ansare (ρ.αμτβ.)
ansia (θηλ.ουσ)
ansietà (θηλ.ουσ)
ansimare (ρ.αμτβ.)
ansiolitico (αρσ. επίθ και ουσ)
ansioso (αρσ. επίθ και ουσ)
anta (θηλ.ουσ)
antagonismo (ουσ αρσ )
antagonista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antagonistico (επίθ.)
antalgico (ουσ αρσ )
antalgico (επίθ.)
antartico (αρσ. επίθ και ουσ)
Antartide (θηλ.ουσ)
antebellico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---