Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anormàle  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [anorˈmale]

1 αφύσικος
2 υπερβολικός
3 ακανόνιστος
4 αντικανονικός
5 ανώμαλος
6 ασυνήθιστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anoressia anormalità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anonimato (ουσ αρσ )
anonimia (θηλ.ουσ)
anonimo (ουσ αρσ )
anonimo (επίθ.)
anoressia (θηλ.ουσ)
anormale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
anormalità (θηλ.ουσ)
anossia (θηλ.ουσ)
anossiemia (θηλ.ουσ)
ansa (θηλ.ουσ)
ansare (ρ.αμτβ.)
ansia (θηλ.ουσ)
ansietà (θηλ.ουσ)
ansimare (ρ.αμτβ.)
ansiolitico (αρσ. επίθ και ουσ)
ansioso (αρσ. επίθ και ουσ)
anta (θηλ.ουσ)
antagonismo (ουσ αρσ )
antagonista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antagonistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---