Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antagonìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [antagoˈnizmo]

1 αντιμέτρηση
2 διαπάλη
3 άμιλλα
4 ανταγωνισμός
5 αντιζηλία
6 αντιμαχία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anta antagonista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ansietà (θηλ.ουσ)
ansimare (ρ.αμτβ.)
ansiolitico (αρσ. επίθ και ουσ)
ansioso (αρσ. επίθ και ουσ)
anta (θηλ.ουσ)
antagonismo (ουσ αρσ )
antagonista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antagonistico (επίθ.)
antalgico (ουσ αρσ )
antalgico (επίθ.)
antartico (αρσ. επίθ και ουσ)
Antartide (θηλ.ουσ)
antebellico (επίθ.)
antecedente (ουσ αρσ )
antecedente (επίθ.)
antecedentemente (επίρ.)
antecedenza (θηλ.ουσ)
antecedere (ρ. μτβ.)
antecessore (ουσ αρσ )
antefatto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---