Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόantagonìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [antagoˈnizmo] 1 αντιμέτρηση 2 διαπάλη 3 άμιλλα 4 ανταγωνισμός 5 αντιζηλία 6 αντιμαχία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |