Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antecedènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [anteʧeˈdɛnte]

προηγούμενο

antecedènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [anteʧeˈdɛnte]

1 πρότερος
2 προγενέστερος
3 προηγούμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antebellico antecedentemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antalgico (ουσ αρσ )
antalgico (επίθ.)
antartico (αρσ. επίθ και ουσ)
Antartide (θηλ.ουσ)
antebellico (επίθ.)
antecedente (ουσ αρσ )
antecedente (επίθ.)
antecedentemente (επίρ.)
antecedenza (θηλ.ουσ)
antecedere (ρ. μτβ.)
antecessore (ουσ αρσ )
antefatto (ουσ αρσ )
antefissa (θηλ.ουσ)
anteguerra (αρσ. επίθ και ουσ)
antelio (ουσ αρσ )
antelmintico (επίθ.)
antemurale (ουσ αρσ )
antenata (θηλ.ουσ)
antenato (ουσ αρσ )
antenna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---