ItalianoGreco


antemuràle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [antemuˈrale]

1 προπύργιο
2 προτείχισμα
3 προκυμαία
4 πύργος σε γέφυρα ή πύλη
5 κυματοθραύστης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---