Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antenàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [anteˈnato]

1 προπάππους
2 προπάτωρ
3 πρόγονος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antenata antenna  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


gli antenati [αρσ. πλυθ.] = οι παππούδες [m.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anteguerra (αρσ. επίθ και ουσ)
antelio (ουσ αρσ )
antelmintico (επίθ.)
antemurale (ουσ αρσ )
antenata (θηλ.ουσ)
antenato (ουσ αρσ )
antenna (θηλ.ουσ)
antennista (ουσ αρσ και θηλ.)
anteporre (ρ. μτβ.)
anteprima (θηλ.ουσ)
antera (θηλ.ουσ)
anteridio (ουσ αρσ )
anteriore (επίθ.)
anteriorità (θηλ.ουσ)
anteriormente (επίρ.)
anterozoo (ουσ αρσ )
antesignano (ουσ αρσ )
antiabbagliante (ουσ αρσ )
antiabbagliante (επίθ.)
antiabortista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---