Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anteguèrra  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [anteˈgwɛrra]

προπολεμική περίοδος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antefissa antelio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antecedenza (θηλ.ουσ)
antecedere (ρ. μτβ.)
antecessore (ουσ αρσ )
antefatto (ουσ αρσ )
antefissa (θηλ.ουσ)
anteguerra (αρσ. επίθ και ουσ)
antelio (ουσ αρσ )
antelmintico (επίθ.)
antemurale (ουσ αρσ )
antenata (θηλ.ουσ)
antenato (ουσ αρσ )
antenna (θηλ.ουσ)
antennista (ουσ αρσ και θηλ.)
anteporre (ρ. μτβ.)
anteprima (θηλ.ουσ)
antera (θηλ.ουσ)
anteridio (ουσ αρσ )
anteriore (επίθ.)
anteriorità (θηλ.ουσ)
anteriormente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---