Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόantèlio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [anˈtɛljo] 1 αντήλιο 2 θέση 180 από τον ήλιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |