Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anteriorità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [anterjoriˈta]

1 προΰπαρξη
2 προβάδισμα
3 προτεραιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anteriore anteriormente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anteporre (ρ. μτβ.)
anteprima (θηλ.ουσ)
antera (θηλ.ουσ)
anteridio (ουσ αρσ )
anteriore (επίθ.)
anteriorità (θηλ.ουσ)
anteriormente (επίρ.)
anterozoo (ουσ αρσ )
antesignano (ουσ αρσ )
antiabbagliante (ουσ αρσ )
antiabbagliante (επίθ.)
antiabortista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antiacido (επίθ.)
antiaereo (αρσ. επίθ και ουσ)
antialcolico (επίθ.)
antialcolismo (ουσ αρσ )
antialcolista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antialiseo (ουσ αρσ )
antiallergico (ουσ αρσ )
antiallergico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---