Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antialcolìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [antialkoˈlizmo]

κίνηση κατάργησης του αλκοόλ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antialcolico antialcolista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antiabbagliante (επίθ.)
antiabortista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antiacido (επίθ.)
antiaereo (αρσ. επίθ και ουσ)
antialcolico (επίθ.)
antialcolismo (ουσ αρσ )
antialcolista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antialiseo (ουσ αρσ )
antiallergico (ουσ αρσ )
antiallergico (επίθ.)
antiappannante (επίθ.)
antiatomico (επίθ.)
antiatomo (ουσ αρσ )
antiautoritario (επίθ.)
antiautoritarismo (ουσ αρσ )
antibalistico (ουσ αρσ πληθ.)
antibatterico (επίθ.)
antibiotico (ουσ αρσ )
antibiotico (επίθ.)
anticaglia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---