Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antiàtomo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [antiˈatomo]

αντιάτομο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antiatomico antiautoritario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antialiseo (ουσ αρσ )
antiallergico (ουσ αρσ )
antiallergico (επίθ.)
antiappannante (επίθ.)
antiatomico (επίθ.)
antiatomo (ουσ αρσ )
antiautoritario (επίθ.)
antiautoritarismo (ουσ αρσ )
antibalistico (ουσ αρσ πληθ.)
antibatterico (επίθ.)
antibiotico (ουσ αρσ )
antibiotico (επίθ.)
anticaglia (θηλ.ουσ)
anticamente (επίρ.)
anticamera (θηλ.ουσ)
anticanceroso (επίθ.)
anticarro (επίθ.)
anticatodo (ουσ αρσ )
anticattolico (αρσ. επίθ και ουσ)
antichità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---