Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anticattòlico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [antikatˈtɔliko]

1 αντικαθολικός
2 εχθρικός προς την καθολική εκκλησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anticatodo antichità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anticamente (επίρ.)
anticamera (θηλ.ουσ)
anticanceroso (επίθ.)
anticarro (επίθ.)
anticatodo (ουσ αρσ )
anticattolico (αρσ. επίθ και ουσ)
antichità (θηλ.ουσ)
anticiclico (επίθ.)
anticiclone (ουσ αρσ )
anticiclonico (επίθ.)
anticipare (ρ. μτβ.)
anticipatamente (επίρ.)
anticipato (αρσ. επίθ και ουσ)
anticipazione (θηλ.ουσ)
anticipo (ουσ αρσ )
anticlericale (ουσ αρσ και θηλ.)
anticlericale (επίθ.)
anticlericalismo (ουσ αρσ )
antico (ουσ αρσ )
antico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---