ItalianoGreco


antìco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [anˈtiko]

1 αρχαιότητα
2 αντίκα

antìco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [anˈtiko]

αρχαίος (-α, -ο), παλαιός (-ά, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


gli dèi [αρσ. πλυθ.] antichi = οι αρχαίοι θεοί [m.]



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---