Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


antìcipo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [anˈtiʧipo]

η προκαταβολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anticipazione anticlericale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


arrivare in anticipo = έρχομαι νωρίς || pagare in anticipo = προκαταβάλλω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anticiclonico (επίθ.)
anticipare (ρ. μτβ.)
anticipatamente (επίρ.)
anticipato (αρσ. επίθ και ουσ)
anticipazione (θηλ.ουσ)
anticipo (ουσ αρσ )
anticlericale (ουσ αρσ και θηλ.)
anticlericale (επίθ.)
anticlericalismo (ουσ αρσ )
antico (ουσ αρσ )
antico (επίθ.)
anticoagulante (ουσ αρσ )
anticoagulante (επίθ.)
anticomunismo (ουσ αρσ )
anticomunista (ουσ αρσ και θηλ.)
anticomunista (επίθ.)
anticoncezionale (ουσ αρσ )
anticoncezionale (επίθ.)
anticonformismo (ουσ αρσ )
anticonformista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---