Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόantìcipo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [anˈtiʧipo] η προκαταβολή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαarrivare in anticipo = έρχομαι νωρίς || pagare in anticipo = προκαταβάλλω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |