Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anticoagulànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [antikoaguˈlante]

αντιπηκτικό

anticoagulànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [antikoaguˈlante]

αντιπηκτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antico anticomunismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anticlericale (ουσ αρσ και θηλ.)
anticlericale (επίθ.)
anticlericalismo (ουσ αρσ )
antico (ουσ αρσ )
antico (επίθ.)
anticoagulante (ουσ αρσ )
anticoagulante (επίθ.)
anticomunismo (ουσ αρσ )
anticomunista (ουσ αρσ και θηλ.)
anticomunista (επίθ.)
anticoncezionale (ουσ αρσ )
anticoncezionale (επίθ.)
anticonformismo (ουσ αρσ )
anticonformista (ουσ αρσ και θηλ.)
anticonformista (επίθ.)
anticonformistico (επίθ.)
anticongelante (ουσ αρσ )
anticongelante (επίθ.)
anticongiunturale (επίθ.)
anticorpo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---