Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anticòrpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [antiˈkɔrpo]

αντίσωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anticongiunturale anticorrosivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anticonformista (επίθ.)
anticonformistico (επίθ.)
anticongelante (ουσ αρσ )
anticongelante (επίθ.)
anticongiunturale (επίθ.)
anticorpo (ουσ αρσ )
anticorrosivo (ουσ αρσ )
anticorrosivo (επίθ.)
anticorte (θηλ.ουσ)
anticostituzionale (επίθ.)
anticostituzionalità (θηλ.ουσ)
anticristiano (αρσ. επίθ και ουσ)
anticristo (ουσ αρσ )
anticrittogamico (ουσ αρσ )
anticrittogamico (επίθ.)
antidata (θηλ.ουσ)
antidatare (ρ. μτβ.)
antidemocratico (ουσ αρσ )
antidemocratico (επίθ.)
antidepressivo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---