Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanticongelànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [antikonʤeˈlante] αντιψυκτικό anticongelànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [antikonʤeˈlante] αντιψυκτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |