Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anticoncezionàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [antikonʧettsjoˈnale]

το αντισυλληπτικό

anticoncezionàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [antikonʧettsjoˈnale]

αντισυλληπτικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anticomunista anticonformismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anticoagulante (ουσ αρσ )
anticoagulante (επίθ.)
anticomunismo (ουσ αρσ )
anticomunista (ουσ αρσ και θηλ.)
anticomunista (επίθ.)
anticoncezionale (ουσ αρσ )
anticoncezionale (επίθ.)
anticonformismo (ουσ αρσ )
anticonformista (ουσ αρσ και θηλ.)
anticonformista (επίθ.)
anticonformistico (επίθ.)
anticongelante (ουσ αρσ )
anticongelante (επίθ.)
anticongiunturale (επίθ.)
anticorpo (ουσ αρσ )
anticorrosivo (ουσ αρσ )
anticorrosivo (επίθ.)
anticorte (θηλ.ουσ)
anticostituzionale (επίθ.)
anticostituzionalità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---