Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanticoncezionàle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [antikonʧettsjoˈnale] το αντισυλληπτικό anticoncezionàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [antikonʧettsjoˈnale] αντισυλληπτικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |