Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanticlericàle
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [antikleriˈkale] πρόσωπο με αντικληρικά αισθήματα anticlericàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [antikleriˈkale] αντικληρικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |