Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anticipàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [antiʧiˈpare]

1 προλαμβάνω
2 κάνω κάτι ενωρίς
3 προβλέπω
4 επισπεύδω
5 προεξοφλώ
6 μεταφέρω (σύνολο) εμπρός
7 προδικάζω
8 πληρώνω πριν την λήξη
9 έρχομαι νωρίς
10 προλαβαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anticiclonico anticipatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anticattolico (αρσ. επίθ και ουσ)
antichità (θηλ.ουσ)
anticiclico (επίθ.)
anticiclone (ουσ αρσ )
anticiclonico (επίθ.)
anticipare (ρ. μτβ.)
anticipatamente (επίρ.)
anticipato (αρσ. επίθ και ουσ)
anticipazione (θηλ.ουσ)
anticipo (ουσ αρσ )
anticlericale (ουσ αρσ και θηλ.)
anticlericale (επίθ.)
anticlericalismo (ουσ αρσ )
antico (ουσ αρσ )
antico (επίθ.)
anticoagulante (ουσ αρσ )
anticoagulante (επίθ.)
anticomunismo (ουσ αρσ )
anticomunista (ουσ αρσ και θηλ.)
anticomunista (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---