Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anticipataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [antiʧipataˈmente]

1 εκ των προτέρων
2 προκαταβολικά
3 προκαταρκτικά
4 προηγουμένως
5 ενωρίς
6 νωρίς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anticipare anticipato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antichità (θηλ.ουσ)
anticiclico (επίθ.)
anticiclone (ουσ αρσ )
anticiclonico (επίθ.)
anticipare (ρ. μτβ.)
anticipatamente (επίρ.)
anticipato (αρσ. επίθ και ουσ)
anticipazione (θηλ.ουσ)
anticipo (ουσ αρσ )
anticlericale (ουσ αρσ και θηλ.)
anticlericale (επίθ.)
anticlericalismo (ουσ αρσ )
antico (ουσ αρσ )
antico (επίθ.)
anticoagulante (ουσ αρσ )
anticoagulante (επίθ.)
anticomunismo (ουσ αρσ )
anticomunista (ουσ αρσ και θηλ.)
anticomunista (επίθ.)
anticoncezionale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---