Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anticàglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [antiˈkaʎʎa]

1 παλιατσαρία
2 σκαρταδούρα
3 σύνολο παλιών πραγμάτων
4 απαρχαιωμένος άνθρωπος
5 ίχνος παλιάς συνήθειας ή μόδας
6 αντίκα
7 ερείπιο
8 σαβούρα
9 αναχρονισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antibiotico anticamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antiautoritarismo (ουσ αρσ )
antibalistico (ουσ αρσ πληθ.)
antibatterico (επίθ.)
antibiotico (ουσ αρσ )
antibiotico (επίθ.)
anticaglia (θηλ.ουσ)
anticamente (επίρ.)
anticamera (θηλ.ουσ)
anticanceroso (επίθ.)
anticarro (επίθ.)
anticatodo (ουσ αρσ )
anticattolico (αρσ. επίθ και ουσ)
antichità (θηλ.ουσ)
anticiclico (επίθ.)
anticiclone (ουσ αρσ )
anticiclonico (επίθ.)
anticipare (ρ. μτβ.)
anticipatamente (επίρ.)
anticipato (αρσ. επίθ και ουσ)
anticipazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---