anticàglia
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [antiˈkaʎʎa]
1 παλιατσαρία
2 σκαρταδούρα
3 σύνολο παλιών πραγμάτων
4 απαρχαιωμένος άνθρωπος
5 ίχνος παλιάς συνήθειας ή μόδας
6 αντίκα
7 ερείπιο
8 σαβούρα
9 αναχρονισμός
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [antiˈkaʎʎa]
1 παλιατσαρία
2 σκαρταδούρα
3 σύνολο παλιών πραγμάτων
4 απαρχαιωμένος άνθρωπος
5 ίχνος παλιάς συνήθειας ή μόδας
6 αντίκα
7 ερείπιο
8 σαβούρα
9 αναχρονισμός
permalink
anticaglia (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android