Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόantecessóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [anteʧesˈsore] 1 προκάτοχος 2 προηγηθείς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |