Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anténna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [anˈtenna]

η αντένα, η κεραία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  antenato antennista  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


antenna [αρσ.] parabolica = η δορυφορική κεραία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

antelio (ουσ αρσ )
antelmintico (επίθ.)
antemurale (ουσ αρσ )
antenata (θηλ.ουσ)
antenato (ουσ αρσ )
antenna (θηλ.ουσ)
antennista (ουσ αρσ και θηλ.)
anteporre (ρ. μτβ.)
anteprima (θηλ.ουσ)
antera (θηλ.ουσ)
anteridio (ουσ αρσ )
anteriore (επίθ.)
anteriorità (θηλ.ουσ)
anteriormente (επίρ.)
anterozoo (ουσ αρσ )
antesignano (ουσ αρσ )
antiabbagliante (ουσ αρσ )
antiabbagliante (επίθ.)
antiabortista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antiacido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---