Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόanténna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [anˈtenna] η αντένα, η κεραία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαantenna [αρσ.] parabolica = η δορυφορική κεραία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |