Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ansiolìtico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ansjoˈlitiko]

1 ηρεμιστικό
2 αγχολυτικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ansimare ansioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ansa (θηλ.ουσ)
ansare (ρ.αμτβ.)
ansia (θηλ.ουσ)
ansietà (θηλ.ουσ)
ansimare (ρ.αμτβ.)
ansiolitico (αρσ. επίθ και ουσ)
ansioso (αρσ. επίθ και ουσ)
anta (θηλ.ουσ)
antagonismo (ουσ αρσ )
antagonista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
antagonistico (επίθ.)
antalgico (ουσ αρσ )
antalgico (επίθ.)
antartico (αρσ. επίθ και ουσ)
Antartide (θηλ.ουσ)
antebellico (επίθ.)
antecedente (ουσ αρσ )
antecedente (επίθ.)
antecedentemente (επίρ.)
antecedenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---