Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόansietà
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ansjeˈta] 1 αγωνία 2 ανησυχία 3 ανυπομονησία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |