Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anònimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈnɔnimo]

1 εργασία ανώνυμου συγγραφέα
2 ανώνυμος συγγραφέας

anònimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aˈnɔnimo]

1 ανώνυμος (-η, -ο)
2 (albergo, stanza) χορίς προσωπικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  anonimia anoressia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anomia (θηλ.ουσ)
anona (θηλ.ουσ)
anonima (θηλ.ουσ)
anonimato (ουσ αρσ )
anonimia (θηλ.ουσ)
anonimo (ουσ αρσ )
anonimo (επίθ.)
anoressia (θηλ.ουσ)
anormale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
anormalità (θηλ.ουσ)
anossia (θηλ.ουσ)
anossiemia (θηλ.ουσ)
ansa (θηλ.ουσ)
ansare (ρ.αμτβ.)
ansia (θηλ.ουσ)
ansietà (θηλ.ουσ)
ansimare (ρ.αμτβ.)
ansiolitico (αρσ. επίθ και ουσ)
ansioso (αρσ. επίθ και ουσ)
anta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---