Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόannuvolàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [annuvoˈlare] 1 επισκοτίζω 2 επισκιάζω 3 συννεφιάζω annuvolàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [annuvoˈlarsi] συννεφιάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |