Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


annusàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [annuˈsata]

1 ρούφηγμα από τη μύτη
2 μυτιά (ποσότητα ρουφήγματος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annusare annuvolamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annunziare (ρ. μτβ.)
annunziata (θηλ.ουσ)
annunzio (ουσ αρσ )
annuo (επίθ.)
annusare (ρ. μτβ.)
annusata (θηλ.ουσ)
annuvolamento (ουσ αρσ )
annuvolare (ρ. μτβ.)
annuvolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annuvolato (επίθ.)
ano (ουσ αρσ )
anodico (επίθ.)
anodino (επίθ.)
anodizzare (ρ. μτβ.)
anodizzatore (ουσ αρσ )
anodizzazione (θηλ.ουσ)
anodo (ουσ αρσ )
anofele (ουσ αρσ )
anomalia (θηλ.ουσ)
anomalo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---