Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


annuvolaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [annuvolaˈmento]

συννέφιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annusata annuvolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annunziata (θηλ.ουσ)
annunzio (ουσ αρσ )
annuo (επίθ.)
annusare (ρ. μτβ.)
annusata (θηλ.ουσ)
annuvolamento (ουσ αρσ )
annuvolare (ρ. μτβ.)
annuvolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annuvolato (επίθ.)
ano (ουσ αρσ )
anodico (επίθ.)
anodino (επίθ.)
anodizzare (ρ. μτβ.)
anodizzatore (ουσ αρσ )
anodizzazione (θηλ.ουσ)
anodo (ουσ αρσ )
anofele (ουσ αρσ )
anomalia (θηλ.ουσ)
anomalo (επίθ.)
anomia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---