Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


annoiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [annoˈjare]

ανιώ, προξενώ

annoiàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [annoˈjarsi]

βαριέμαι, πλήττω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annodatura annoiato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annobilire (ρ. μτβ.)
annodamento (ουσ αρσ )
annodare (ρ. μτβ.)
annodarsi (ρ.μ. (αντων.))
annodatura (θηλ.ουσ)
annoiare (ρ. μτβ.)
annoiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annoiato (επίθ.)
annoiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
annona (θηλ.ουσ)
annonario (επίθ.)
annoso (επίθ.)
annotare (ρ. μτβ.)
annotatore (ουσ αρσ )
annotazione (θηλ.ουσ)
annottare (ρ.αμτβ.)
annoverare (ρ. μτβ.)
annuale (ουσ αρσ )
annuale (επίθ.)
annualità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---