Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


annoiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [annoˈjato]

1 ενοχλημένος
2 αποκαμωμένος
3 βαρυεστημένος
4 κορεσμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annoiarsi annoiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annodare (ρ. μτβ.)
annodarsi (ρ.μ. (αντων.))
annodatura (θηλ.ουσ)
annoiare (ρ. μτβ.)
annoiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annoiato (επίθ.)
annoiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
annona (θηλ.ουσ)
annonario (επίθ.)
annoso (επίθ.)
annotare (ρ. μτβ.)
annotatore (ουσ αρσ )
annotazione (θηλ.ουσ)
annottare (ρ.αμτβ.)
annoverare (ρ. μτβ.)
annuale (ουσ αρσ )
annuale (επίθ.)
annualità (θηλ.ουσ)
annualmente (επίρ.)
annuario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---