Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόannoiàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [annoˈjato] 1 ενοχλημένος 2 αποκαμωμένος 3 βαρυεστημένος 4 κορεσμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |