Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


annientàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [annjenˈtare]

1 εξοντώνω
2 καταβαραθρώνω
3 εξολοθρεύω
4 καταποντίζω
5 αφανίζω
6 εκμηδενίζω
7 καταστρέφω
8 ξεθεμελιώνω
9 ματαιώνω
10 εξαλείφω

annientarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [annjenˈtarsi]

1 εξολοθρεύομαι
2 ταπεινώνομαι
3 εκμηδενίζομαι
4 αφανίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annientamento anniversario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annichilire (ρ. μτβ.)
annichilito (επίθ.)
annidare (ρ. μτβ.)
annidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annientamento (ουσ αρσ )
annientare (ρ. μτβ.)
annientarsi (ρ.μ. (αντων.))
anniversario (αρσ. επίθ και ουσ)
anno (ουσ αρσ )
annobilire (ρ. μτβ.)
annodamento (ουσ αρσ )
annodare (ρ. μτβ.)
annodarsi (ρ.μ. (αντων.))
annodatura (θηλ.ουσ)
annoiare (ρ. μτβ.)
annoiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annoiato (επίθ.)
annoiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
annona (θηλ.ουσ)
annonario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---