Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


anniversàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [anniverˈsarjo]

η επέτειος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annientarsi anno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annidare (ρ. μτβ.)
annidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annientamento (ουσ αρσ )
annientare (ρ. μτβ.)
annientarsi (ρ.μ. (αντων.))
anniversario (αρσ. επίθ και ουσ)
anno (ουσ αρσ )
annobilire (ρ. μτβ.)
annodamento (ουσ αρσ )
annodare (ρ. μτβ.)
annodarsi (ρ.μ. (αντων.))
annodatura (θηλ.ουσ)
annoiare (ρ. μτβ.)
annoiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annoiato (επίθ.)
annoiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
annona (θηλ.ουσ)
annonario (επίθ.)
annoso (επίθ.)
annotare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---