Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


annidàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [anniˈdare]

1 βάζω στη φωλιά
2 βρίσκω καταφύγιο σαν σε λιμάνι

annidàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [anniˈdarsi]

1 φωλεύω
2 εμφωλεύω
3 σφίγγω με θέρμη σε αγκαλιά
4 κρύβω
5 φωλιάζω
6 περιθάλπω
7 κινούμαι απαρατήρητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  annichilito annientamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

annichilare (ρ. μτβ.)
annichilazione (θηλ.ουσ)
annichilimento (ουσ αρσ )
annichilire (ρ. μτβ.)
annichilito (επίθ.)
annidare (ρ. μτβ.)
annidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annientamento (ουσ αρσ )
annientare (ρ. μτβ.)
annientarsi (ρ.μ. (αντων.))
anniversario (αρσ. επίθ και ουσ)
anno (ουσ αρσ )
annobilire (ρ. μτβ.)
annodamento (ουσ αρσ )
annodare (ρ. μτβ.)
annodarsi (ρ.μ. (αντων.))
annodatura (θηλ.ουσ)
annoiare (ρ. μτβ.)
annoiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
annoiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---