Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόannichiliménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [annikiliˈmento] 1 αφανισμός 2 εκμηδένιση 3 εξουθένωση 4 εξουδετέρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |