Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόannichilazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [annikilatˈtsjone] 1 εξουθένωση 2 εκμηδένιση 3 εξουδετέρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |